- πυθμήν,-ένος
- ὁ N 3 4-0-0-2-0=6 Gn 40,10.12; 41,5.22; Prv 14,12stem, stalk Gn 40,10; depth, bottom Prv 14,12
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
πυθμήν — ένος, ὁ, ΜΑ βλ. πυθμένας … Dictionary of Greek
υποπύθμην — ενος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυθμήν, ένος «πυθμένας»] … Dictionary of Greek
πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
πυθμενικός — ή, ό / πυθμενικός, ή, όν, ΝΑ [πυθμήν, ένος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πυθμένα αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρίζα ενός αριθμού. επίρρ... πυθμενικῶς Α με πυθμενική σχέση … Dictionary of Greek
μονοπύθμενος — μονοπύθμενος, ον (Μ) αυτός που έχει έναν μόνο πυθμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πυθμήν, ένος] … Dictionary of Greek
οξυπύθμενος — η, ο (Α ὀξυπύθμενος, ον) αυτός που έχει οξύ, μυτερό πυθμένα νεοελλ. φρ. «οξυπύθμενος αμφορέας» αρχαιολ. αμφορέας τού οποίου ο πυθμένας είναι οξύς, μυτερός, και στηρίζεται σε τεχνητή βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πυθμήν, ένος] … Dictionary of Greek
ορθοπύθμενος — ὀρθοπύθμενος, ον (Α) (για αγγείο) αυτός που έχει ευθεία βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πύθμενος (< πυθμήν, ένος), πρβλ. οξυ πύθμενος] … Dictionary of Greek
πυθμένιο — το / πυθμένιον, ΝΜΑ [πυθμήν, ένος] μικρός πυθμένας νεοελλ. κυκλικός πυθμένας βλήματος ή κάλυκα … Dictionary of Greek
πυθμενίζομαι — Μ [πυθμήν, ένος] ιδρύω, θεμελιώνω … Dictionary of Greek
πυθμενόθεν — Α επίρρ. από τον πυθμένα, από τα θεμέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυθμήν, ένος + επίρρ. κατάλ. θεν (πρβλ πυργό θεν)] … Dictionary of Greek
πυθμενώ — έω, Α [πυθμήν, ένος] (για αριθμό) είμαι η δύναμη μιας ρίζας … Dictionary of Greek